- κωτίλος
- κωτίλος, -η, -ον (Α)1. φλύαρος2. (για ζώα) αυτός που έχει φωνή, σε αντιδιαστολή με τον σιγηλό («καὶ τὰ μὲν κωτίλα, τὰ δὲ σιγηλά», Αριστοτ.)3. μτφ. εκφραστικός («κωτίλον ὄμμα», Φιλόδ.)4. (για μουσική) αυτός που δεν είναι σοβαρός.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει εκφραστικό επίθημα -ίλος, κατά το ποικίλος).
Dictionary of Greek. 2013.