κωτίλος

κωτίλος
κωτίλος, -η, -ον (Α)
1. φλύαρος
2. (για ζώα) αυτός που έχει φωνή, σε αντιδιαστολή με τον σιγηλό («καὶ τὰ μὲν κωτίλα, τὰ δὲ σιγηλά», Αριστοτ.)
3. μτφ. εκφραστικός («κωτίλον ὄμμα», Φιλόδ.)
4. (για μουσική) αυτός που δεν είναι σοβαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει εκφραστικό επίθημα -ίλος, κατά το ποικίλος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κωτίλος — chattering masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωτίλα — κωτίλος chattering neut nom/voc/acc pl κωτίλᾱ , κωτίλος chattering fem nom/voc/acc dual κωτίλᾱ , κωτίλος chattering fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωτίλον — κωτίλος chattering masc acc sg κωτίλος chattering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωτίλων — κωτίλος chattering fem gen pl κωτίλος chattering masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωτίλως — κωτίλος chattering adverbial κωτίλος chattering masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωτίλη — κωτίλος chattering fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωτίλην — κωτίλος chattering fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωτίλης — κωτίλος chattering fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωτίλοι — κωτίλος chattering masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωτίλοις — κωτίλος chattering masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”